- ἀθλίας
- ἀθλίᾱς , ἄθλιοςwinning the prizefem acc plἀθλίᾱς , ἄθλιοςwinning the prizefem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κάλυμμα — το (AM κάλυμμα) [καλύπτω] 1. σκέπασμα («κάλυμμα κρεβατιού, επίπλου» κ.λπ.) 2. σκέπασμα τού κεφαλιού, καπέλο, σκούφος 3. καθετί που περιβάλλει ή καλύπτει κάτι σαν σκέπασμα («το βαρύ κάλυμμα αθλίας νυκτός», Κάλβ.) νεοελλ. 1. (οικον.) το απόθεμα σε… … Dictionary of Greek
πανηγύρι — Συγκέντρωση πλήθους για εορτασμό από κοινού. Πανηγυρικός εορτασμός στην επέτειο αγίου, ή και το συμπόσιο και ο χορός που ακολουθούν μετά τον θρησκευτικό εορτασμό. Τα π. ήταν γνωστά στους αρχαίους Έλληνες. Στα αρχαία π., εκτός από τους αθλητικούς… … Dictionary of Greek
Γκέι, Τζον — (John Gay, Μπάρνσταπλ 1685 – Λονδίνο 1732). Άγγλος ποιητής και συγγραφέας. Στενός φίλος του Πόουπ και του Σουίφτ, παρουσιάστηκε στη λογοτεχνική σκηνή το 1708 με το ποίημα Κρασί. Στο θέατρο παρουσιάστηκε το 1712 με το έργο Mohocks, φάρσα ελάσσονος … Dictionary of Greek
Ηρώνδας ή Ηρώδας — (3ος αι. π.Χ.).Μιμογράφος από την Κω. Το συγγραφικό έργο του τοποθετείται μεταξύ 275 και 245 π.Χ. Ένας πάπυρος που ανακαλύφθηκε το 1891 έκανε γνωστούς εννέα (οι επτά πλήρεις) σύντομους μίμους του σε ιωνική διάλεκτο (ονομάζονται και μιμίαμβοι,… … Dictionary of Greek
Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek
λούμπεν προλεταριάτο — Μαρξιστικός όρος που αναφέρεται στο τμήμα εκείνο της εργατικής τάξης που αποτελείται από πρόσωπα άθλιας οικονομικής κατάστασης, τα οποία δεν διαθέτουν και πολιτική συνείδηση. Ο όρος προέρχεται από τη γερμανική λέξη lump (= κουρέλι) και τη… … Dictionary of Greek
Ντιάζ, Χοσέ ντε λα Κρους Πορφίριο — (Jose de la Cruz PorfirioDiaz, Οαξάκα 1828 – Παρίσι 1915). Μεξικανός πολιτικός. Καταγόμενος από Ινδιάνους, οπαδός των φιλελεύθερων και δημοκρατικών ιδεών του Μπενίτο Χουαρέζ, αναδείχτηκε σε εξαιρετική προσωπικότητα κατά την περίοδο της σοβαρής… … Dictionary of Greek